-
1 ἀντι-κλάζω
ἀντι-κλάζω (s. κλάζω), entgegentönen, widerhallen, κραυγὴ πέτραις ἀντέκλαγξεν Eur. Andr. 1144; aktiv., ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος Bacch. 1055.
1 ἀντι-κλάζω
ἀντι-κλάζω (s. κλάζω), entgegentönen, widerhallen, κραυγὴ πέτραις ἀντέκλαγξεν Eur. Andr. 1144; aktiv., ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος Bacch. 1055.